Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ του Γεωργίου Σκλαβούνου

Μνήμη και Τιμή στον Λορέντζο Μαβίλη: Τον Ευλογημένο του Απόλλωνα και του Δίκαιου Άρη.


► Στην αναζήτηση προτύπων πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας.
► Μια ζωντανή απάντηση στα στερεότυπα του Νιόνιου και του Φραγκολεβαντίνου ως χαρακτηριστικών της Επτανησιακής ταυτότητας.
                   Γράφτηκε με αφορμή την επέτειο του θανάτου του(28/11/1912)και τα 150 χρόνια από τη γέννηση του.
                                                               Του Γιώργου Σκλαβούνου٭

Βιογραφικά στοιχεία
Από πλευράς αγωγής και καταγωγής τον ευνόησε η Μοίρα. Πρέσβης της Ισπανίας ο παππούς του, στην Κων/λη. Η γιαγιά του από την ιστορική οικογένεια Δούσμανη. Ο πατέρας του (δικαστικός), η μητέρα του η Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη, ανιψιά του Κυβερνήτη και θεία του Πρωθυπουργού Θεοτόκη.
Ο Λ. Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη (7/9/1860) και ήλθε στην Κέρκυρα στα 15 του χρόνια. Στην Κέρκυρα έρχεται στα 1875 και σύντομα του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να συμμετέχει (παρά το νεαρό της ηλικίας του) στον πνευματικό Κύκλο του Πολυλά, στην οργανωμένη ομάδα των κληρονόμων του Σολωμού. Των κληρονόμων του ιδεώδους του εθνικού Δημοκρατικού Δημοτικισμού.
Η είσοδος του, στον κύκλο των εκλεχτών, δεν του χαρίστηκε λόγω οικογενειακής καταγωγής. Οφείλεται στην εκ μέρους του Γυμνασιάρχη του, Ι. Ρωμανού, αναγνώριση των δυνατοτήτων του νέου, μετά από ανάγνωση ελεγείου του, αφιερωμένου στον θάνατο του Κανάρη.
Μετά από ένα χρόνο σπουδών, στην Φιλοσοφική των Αθηνών, φεύγει για μια μακρόχρονη (11 χρόνια) περιπετειώδη φοιτητική ζωή στη Γερμανία, περιπετειώδη σε όλα τα επίπεδα φιλοσοφικά, πνευματικά, κοινωνικά.
Κατά τον βιογράφο του Μ. Περάνθη «είναι ιπποτικός στους κινδύνους, ανθεκτικός στην μπυροποσία, ψύχραιμος στις μονομαχίες, αυστηρός στο πρωτόκολλο, επιδέξιος στο σκάκι.
Λύνει τα δυσκολότερα προβλήματα σκακιού που δημοσιεύουν οι Αγγλικές επιθεωρήσεις, έρχεται έβδομος σε παν-Γερμανικό διαγωνισμό... Η μνήμη του και η προσοχή του είναι, λένε, τόσο απέραντες, που μπορεί να κουβεντιάζει σ' εφτά συγχρόνως ανθρώπους χωρίς να λαθεύει στο παίξιμο του»...
Μιλάει άψογα 6 γλώσσες, Ελληνικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά. Είναι ωραίος σαν αρχάγγελος. Οι Γερμανίδες τον αποκαλούν «ο νέος Απόλλων».
Φιλοσοφικές αναζητήσεις:
Περισσότερο από τις σπουδές τον απασχολεί η γενικότερη και βαθύτερη παιδεία, το καταστάλαγμα σε μια φιλοσοφία ζωής, ικανή να προσφέρει νόημα, περιεχόμενο, σκοπό, αληθινή γνώση, της ίδιας της ζωής.
 Για να προσεγγίσει τον κόσμο, να κοιτάξει, να γνωρίσει τον κόσμο και τον κόσμο του, και μέσα από την Ινδική φιλοσοφία, στη Γερμανία μαθαίνει και τα Σανσκριτικά. Στην αναζήτηση απαντήσεων στα υπαρξιακά του και πανανθρώπινα ερωτήματα, τα μεγάλα ηθικά διλήμματα, δεν αρνείται αλλά και δεν αρκείται στις απαντήσεις του καιρού του και του τόπου του, της παράδοσης του. Ότι μπορεί να του προσφέρει η Δύση και η Ανατολή θα το εξαντλήσει.

Οι φιλοσοφικές σχολές που μελετάει δεν λειτουργούν γι' αυτόν ούτε ως καταφύγιο, ούτε ως βάλσαμο. ούτε ως αφιόνι. Ως εναλλακτικά μονοπάτια στην κατανόηση του κόσμου, και των συνανθρώπων του, στην αναζήτηση της αλήθειας αξιοποιούνται.
Δεν φιλοδόξησε να γίνει ούτε αρχηγός, ούτε προφήτης, ούτε κατάντησε οπαδός. Με τον εαυτό του αναμετρήθηκε και με την Τέχνη, μπροστά στη ζωή και το θάνατο.
Στην ποίηση (όπως και στη Ζωή) διάλεξε τον δικό του και τον πιο δύσκολο κατά ειδικούς δρόμο, διάλεξε το Σονέτο. Με το Σονέτο δεν σμιλεύει μόνο τον στίχο, δεν ασκείται στο μέτρο, στη μουσική, στην αρμονία, γιατί όπως για το σύνολο της Κερκυραϊκής Σχολής «η Τέχνη δεν ήταν μόνο ζήτημα ομορφιάς αλλά και ηθικής». Κατά γενική αναγνώριση «ο ποιητής επεξεργαζόταν τους στίχους του μέχρι σχολαστικότητας, επιδιώκοντας κατά το παράδειγμα του εθνικού ποιητή, την τελειότητα»...
Με την ποίηση του ο Μαβίλης σμιλεύει την εσωτερική του ακεραιότητα, καθαρότητα, ομορφιά.




Οι στίχοι του, όπως μας λέει ο ίδιος


« της ζωής μου ακριβό κρυφό καμάρι,
από καθάριο βγαίνεται ζυμάρι
κι είσαστε γεννημένοι όχι όπως τύχει.
Δεν κελαηδείτε ανούσιοι κι άνοστοι ήχοι
σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτιάρη,
μα κι ούτε παρατάτε το συρτάρι
να βρείτε αγοραστή τόσο τον πήχη.
Γιατί είσαστε ψυχούλες και κορμάκια
των πόθων και των πόνων μου, που πλήθεια
πικρά μ' εσυχνοπότισαν φαρμάκια.
Είδωλα είναι οι χαρές, καημός
η αλήθεια κι αλήθεια είναι η ζωή. Μα τι με μέλει.
Θωρώ εσάς κι ο καημός γίνεται μέλι».

Με την Ποίηση ασκείται ο Μαβίλης. Ασκεί την ικανότητα εις το να μετέχει
της Ομορφιάς. Όπως μας αποκαλύπτει στο Σονέτο του, Μουσική
«Εις την γλυκιά της νύχτας ήσυχη ηρεμία ενώ λαμποκοπούν τ' αστέρια
μαγεμένα τ' αέρι παίρνει απ' τους άνθους την ευωδία και τα νερά μιλούν
ερωτευμένα. Τότε αγκαλιάζω αν αγροικώ την αρμονία όπ' τ' αηδόνια χύνουν...
Κι ευτύχημ' άλλ' ο νους μου δεν επιθυμάει... τέτοια αρμονία που τα πάθη όλα
νικάει..!!»
Και επανέρχεται σε Σονέτα όπως το Χαραυγή (1899), έρμονες (1903) με μια ποίηση που δεν είναι απλοϊκά φυσιολατρική, αλλά είναι ενδεικτική μιας βαθύτερης σχέσης του ποιητή με την Ομορφιά της φύσης κι ό,τι αυτή μπορεί να εμπνέει και να αποκαλύπτει...
Στης Χαραυγής το ροδόβαμα βλέπει ο ποιητής την απάρθενη θάλασσα να φουσκώνει «σαν γλυκοανασασμός πάναγνης νιότης... βλέπει τη γης ν' ασκώνει την καταχνιά της για να μας φανερώσει την αιώνια ομορφιά της, άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη. Βλέπει την ψυχή ν' αναγαλλιάζει ερωτευμένη σαν άγριος κρίνος π' αφήνεται ν' ανοίξει μπροστά στην άπειρη ομορφιά...>
Στο Σονέτο Έρμονες μας καλεί να μυηθούμε στην επικοινωνία με τη γη και τα μυστήρια της. «Έχ' η γη γλύκες που άλλη δεν αισθάνθη ψυχή παρά η φιλέρημη, η ανυφάντρα των υπέργειων ονείρων, και μες τ' άνθη του ίσκιου, στο έμπα από τ' απόκρυφ' άντρα το μυστήριο απαλά την αγκαλιάζει- γίνετ' ένα μ' αυτό κι αναγαλλιάζει.>
Πέρα απ' τη Δόξα, τη Δύναμη και τον Πλούτο
Η δόξα, η δύναμη και ο πλούτος ,δεν έχουν θέση στην ιεράρχηση των αξιών και των αναγκών του.
Ξέρει καλά πως «Σαν η ψυχή δόξας φορεί στεφάνια και για πλούτη ή για δύναμη φουσκώνει, ενάντιο λόγο ή νόημα δεν σηκώνει, συχώριο δεν γνωρίζει η περηφάνια». (Απ' το Σονέτο Άνθρωπος).
Πέρα κι απτ' τον φόβο του θανάτου, τη Ματαιοδοξία και την απαισιοδοξία:
Αφού «και τ' άδολο της Γνώσης ανάμα» κοινώνησε και την χάρη «της φώτισης του Ωραίου» δέχθηκε, πέρασε κι απ' το έσχατο φόβο του θανάτου που γεύτηκε στα νιάτα του, την απαισιοδοξία, αλλά και την ματαιοδοξία.
Αν δεν είχε ποτιστεί απ' της Γνώσης τ' άδολο ανάμα και δεν είχε ζήσει του Ωραίου την Φώτιση, δεν θα τ' αναγνώριζε στους άλλους, όπως τ' αναγνώρισε στον Νίκο Κογεβίνα. (Βλέπε ομώνυμο Σονέτο).
Το πέρασμα του απ' το φόβο του θανάτου, την Σκύλα και τη Χάρυβδη της απαισιοδοξίας και της ματαιοδοξίας κι ακόμα, το ανέβασμα του πάνω από μια Ινδική Νιρβάνεια αταραξία, σ' έναν Ελληνικότατο Όλυμπο, πιστεύω μας το κληροδοτεί στην ποίηση του, όπως θα δούμε, αλλά και το αποπνέει η ύπαρξη του, όπως κάποιες περιγραφές που θα παραθέσουμε μαρτυρούν.
Στο Σονέτο «Ψυχοφίλημα» (1896).
Σ' έναν παράλληλο, αλλά διαφορετικό τρόπο, απ' εκείνον του Κάλβου, εις
την Ωδήν εις Θάνατον μοιράζεται μαζί μας το ξαναγέννημά του σε μια νέα
Ζωή. Μοιράζεται μαζί μας το ξεπέρασμα απ' τους Λεστρηγόνες και τους
Κύκλωπες που η ψυχή του, έστηνε εμπρός του, κι ακόμα την δυνατότητα
μετοχής σ' αυτό που ονομάζει πανάχραντο μεθύσι».
.. .Πέρασε η μαύρη νύχτα κι άγρια μπόρα1 άνθι και συ μικρό μες του μεγάλου κόσμου το περιβόλι, άνοιξε τώρα. Δεν ήξερε η ψυχή μου να ψιλήσετ τώρα ξέρει. - Ώ πανάχραντο μεθύσι!

Μόνον ένας άνθρωπος που έζησε βαθύτατα την απαισιοδοξία, την υπαρξιακή αγωνία μπορεί να περιγράψει και την έξοδο απ' αυτήν με τέτοια ομορφιά, καθαρότητα και δύναμη.
Μια γεύση από το βάθος της απαισιοδοξίας απ' όπου πέρασε παίρνουμε από ποιήματα όπως
ελπίδες που στα νιάτα

...πουν' τώρα η Μούσα, ω Μοίρα,
που τρέμοντας αγκάλιαζα;
Γιατί να σπάσει η λύρα
που κρούοντας αγκάλιαζα
στης ομορφιάς τη θύρα;. Φιλία πέταξες κι εσύ
... "Σαβανωμένη ομορφιά σ' έφαε του κόσμου η φαρμακίλα θα ηχούν οι στίχοι μου ως καρφιά μέσα στης κάσας σου τα ξύλα».

...Τα Μυστικά τ' αγνώστου
«Οι ελπίδες μου όλες εσβησθήκαν πάει! Οι χρυσόφτερες φΰγαν φαντασίες μόνον αυτός ο πόθος θα με φάει που 'βαλαν οι Ερινύες στα φρενιασμένα του νοός μου βάθη, για να'ναι ο δαίμονας του κι ο θεός του: Όλο το εγώ μου λαχταρεί να μάθει τα μυστικά του αγνώστου».



Η αύρα του Μαβίλη
Καρπός της συνεχούς, της αδιάκοπης αισθητικής, της ψυχικής, της πνευματικής του καλλιέργειας, υπήρξε το πέρασμα του σε ένα επίπεδο ύπαρξης και συνείδησης που αποτυπώνονται ολοκάθαρα στην έκφραση του προσώπου του, στην εντύπωση που προκαλεί η παρουσία του.
Δεν είναι καθόλου τυχαίες ούτε «λογοτεχνικές» οι περιγραφές που αναφέρονται στα χαρακτηριστικά της ύπαρξης κι, όχι της ποίησης του.
Αξίζει να παραθέσουμε τις περιγραφές της Σοφίας Αλιμπέρτη, του φίλου του Πανταζόπουλου και του Κ. Βάρναλη.
«Έτσι τον γνωρίσαμε, την ώρα του τρυφερού μυστικισμού, όταν ανάβουν τα φώτα μες στο σαλόνι, όπου μας αντίκριζε από τον τοίχο, η αυστηρή μορφή του Πολυλά.
Τα μάτια του και n βαθιά του προσώπου του γαλήνη, μας έκαναν εντύπωση. Σπάνια μας έτυχε να δούμε μάτια γαλανά σαν του Μαβίλη. Είχαν το χρώμα τ' ουρανού μιας ωραίας ημέρας... Το ολύμπιο κεφάλι στέρεο απάνω στο δρύινο κορμί του- και στο πρόσωπο του με τ' αδρά χαρακτηριστικά και τα χρυσόξανθα γένια βασίλευε ατάραχη στοχαστική γαλήνη.>>
Ο Πανταζόπουλος: «ένα ωραίο Φως εξήρχετο από την ύπαρξη του και εφώτιζε και εξευγένιζε.>>
Ο Κώστας Βάρναλης: «Τόνε γνώρισα στα 1910. Στα πρώτα γραφεία του εκπαιδευτικού Ομίλου, σ' ένα μισουπόγειο της οδού Εδ. Λω. Ένα τραπέζι, ένας καναπές, λίγες καρέκλες και πολλή αγωνιστική έξαψη μέχρις αποστολισμού. Εκεί ήτανε ο Ρώμας, ο Ίωνας Δραγούμης, ο Καζαντζάκης. Ο Καζαντζάκης βεβαίωνε πως άμα γίνει 33 χρονών {την ηλικία του Ιησού Χριστού) και δεν έχει ως τότε δημιουργήσει δικιά του θρησκεία, θ' αποτραβηχτεί σε μια βουνοκορφή για να σιγήσει εκεί μέχρι θανάτου (δε βάσταξε το λόγο του). Ο Δραγούμης με το μονόκλ στο μάτι, καθότανε απάνω σε μια γωνιά του τραπεζιού και κουνούσε, με ύφος ανθρώπου που δεν τόνε τρομάζει τίποτα, τα κρεμασμένα του ποδάρια.
Ο Ρώμας, χαμογελώντας συγκαταβατικά, κύταε τους άλλους με το βλέμμα της ανώτερης φιλοσοφικής εποπτείας των εγκόσμιων. Κι ο Μαβίλης, ξαπλωμένος στον καναπέ μ' αρχοντικήν άνεση, μιλούσε πολύ σιγά, σαν να μην ήθελε να τον ακούσουνε: έκανε την κριτική μερικών δεκατρισύλλαβων και εξάμετρων του Παλαμά από τη ρυθμική τους άποψη.
«Ο Μαβίλης ωστόσο σκέπαζε όλους τους άλλους όχι μονάχα με τις Φυσικές του διαστάσεις παρά και με τις ψυχικές υε το ήθος του και με τη λογοτεχνική του αξία». (Κ. Βάρναλη: Λορέντσος Μαβίλης, εφ. Πρωία, 12 Ιουλίου 1937. Επίσης στον τόμο «Ζωντανοί άνθρωποι», Αθήνα, 1939).
«Από όλο το είναι του αναδινόταν μια ιεροπρεπής ηθική επιβολή, που μιλούσε βαθιά σ' όλους τους συμπολεμιστές του» (Ν. Καρβούνη, Ο Ιερουργός και στρατιώτης του χρέους Εφ. Πρωία, 29.11.1937).
Γαριβαλδινός - Ερυθροχίτων - Αριστοκράτης:
Ιερουργό και στρατιώτη του χρέους, θα τον αποκαλέσει ο Ν. Καρβούνης, που τον συνάντησε την εκστρατεία στην Ήπειρο.
 Περίμενε κι ετοιμαζότανε ο Μαβίλης για τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς. Ο A.M. Ανδρεάδης (στο έργο του I. Πολυλάς, Λ. Μαβίλης) αναφέρει:
<<Οι πεζοπορίες του απ' άκρη σ' άκρη του νησιού, την καρδιά του καλοκαιριού, σκόπευαν να του «ξαναδώσουν ό,τι άρχισε να στερεί η ηλικία του. Έτοιμος περισσότερο παρά ποτέ στο εθνικό προσκλητήριο...>>
Όμως η κλάση του δεν συμπεριλαμβάνεται στην επιστράτευση. Ο Μαβίλης ζητάει να καταταχθεί ως εθελοντής απλός στρατιώτης στον τακτικό στρατό. Του το αρνούνται
...
«Χρήματα δεν έχει να συγκροτήσει
δική ένοπλη ομάδα όπως το 1897».
Το αντάρτικο σώμα που προσπάθησε να φτιάξει ο Σπυρομήλιος και στο οποίο θα συμμετείχε, τελικά δεν συγκροτείται.
Η μοίρα του το' θελε να πεθάνει φορώντας το κόκκινο αμπέχονο των Γαριβαλδινών και την σάλπιγγα της λαϊκής Ελευθερίας κεντημένη στο περιλαίμιό του.
Αφού έμαθε ότι ο Αλέξανδρος Ρώμας συγκέντρωνε εθελοντές θανάτου για Γαριβαλδινό σώμα, με συμμετοχή Ιταλών φιλελλήνων εθελοντών, υπό την ηγεσία του Ριτσιότι Γαριβάλδι, συνεργάζεται μαζί του. Σ' αυτό το σώμα ο Μαβίλης ανέλαβε την διοίκηση του 6ου λόχου.
Για τον πολιτικό Μαβίλη, τον Δημοτικιστική Μαβίλη, τον Μαβίλη των εξαίρετων μεταφράσεων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αξίζει να επανέλθουμε.
Αρκεί να κρατήσουμε στη μνήμη, μέχρι να μας δοθεί η ευκαιρία να επανέλθουμε, ότι ο Μαβίλης υπήρξε ο ηρωικότερος και ωραιότερος εκφραστής του κινήματος του εθνικού Δημοκρατικού Δημοτικισμού.
Δυο λόγια ίσως απαιτούνται ως επίλογος για τον πατριδολάτρη αγωνιστή, τον εραστή της ομορφιάς και της ελευθερίας.
Όταν ο Παύλος Μελάς ιδρύει στα 1896 παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας στην Κέρκυρα, ο Μαβίλης «γίνεται πρόεδρος ενός από τα πέντε τμήματα της... εργάζεται όμως σαν να είναι ο γενικός αρχηγός»...
Με την Κρητική επανάσταση θα βρεθεί στη Μεγαλόνησο απ' όπου επιστρέφει στις 26 Αυγούστου 1896.
Στα 1897 ξανά ως η ηγετική μορφή της Εθνικής Εταιρίας στην Κέρκυρα σχηματίζει δική του ομάδα 70 ανδρών, με δικά του έξοδα για να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Σ' αυτήν την εκστρατεία σκοτώθηκε και Εγγλέζος εθελοντής Κλέμενς Χάρρις στον οποίο ο Μαβίλης αφιέρωσε το θαυμάσιο ομώνυμο Σονέτο του. Ένα σονέτο προφητικό και για το δικό του θάνατο.
Στα 1912 ξανά εθελοντής όπως περιγράψαμε προηγουμένως, στο τάγμα θανάτου, των Γαριβαλδινών.
Στις 25/11/1912 αναχωρεί ο Μαβίλης, με την εμπροσθοφυλακή, για το Μέτωπο ,υπό την ηγεσία του Ρώμα. Στα ονόματα που βρίσκονται δίπλα του διαβάζουμε Γερακάρης, Δομενεγίνης, Αλεξάκης.
Η Ασπασία Χαλκοκονδύλη που της αρνήθηκαν να τους ακολουθήσει καταγράφει  το  αποχαιρετιστήριο  χειροφίλημα...  Τα  άσπρα γένια, τα ταξιδεμένα μάτια, το περίεργο χαμόγελο και μετά το «Αντίο κυρά μου, και στα χέρια σας λαβωμένος...»
Όταν πλησιάζουν στον προορισμό τους και πρέπει να περάσουν τον φουσκωμένο παραπόταμο του Άραχθου, Μπαλντουμά, ο Μαβίλης αρνείται να περάσει μ' άλογο. Περνάει επικεφαλής του λόχου του, πεζός, μέχρι τη μέση στο νερό...
Η τελευταία μάχη.
28 Νοεμβρίου η εχθρική επίθεση αρχίζει.
... Ο Μαβίλης όρθιος με το πιστόλι στο χέρι, αναχαιτίζει την προσπάθεια τους να υπερκεράσουν τα αριστερα. Οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να ανα- καταλάβουν οπωσδήποτε τον Δρίσκο...
Οι Γαριβαλδινοί αποδεκατίζονται... Ο Βραχνός σκοτώνεται. Ο Μπαρδόπουλος πληγώνεται, ένας αγγελιοφόρος που έδινε το σημείωμα του, πέφτει νεκρός. Έχουν σκοτωθεί πέντε αξιωματικοί και τραυματίστηκαν δεκατρείς. Είκοσι τέσσερα κανόνια και άλλα τόσα μυδράλια τους βάλλουν.
 Ο Ρώμας, υπερασπιζόμενος το μοναδικό τους κανόνι, ανδραγαθεί με το περίστροφο στο χέρι, αλλά τραυματίζεται... Ο Μαβίλης εξακολουθεί όρθιος με το περίστροφο στο χέρι. Πέφτουν ακόμα οι σύντροφοι του Μαβίλη Γερακάρης και Τοπάζης. Ο Μαβίλης επιμένει, περνάει όρθιος από διμοιρία σε διμοιρία, δίνει διαταγές...


Ο θάνατος
Το πρώτο βόλι περνάει από μάγουλο σε μάγουλο. Παραμένει όρθιος, παραδίδει τον λόχο του και προχωράει έφιππος προς το Νοσοκομείο. Η δεύτερη  σφαίρα του τρυπάει την καρωτίδα,  ξεπεζεύει, αποχαιρετάει στρατιωτικά τον Ρώμα, ο Γαριβάλδης παρών τον αποχαιρετάει στρατιωτικά. Ο Μαβίλης δεν μπορεί να μιλήσει... ζητάει να γράψει... Δεν προφταίνει ούτε να γράψει τα τελευταία του λόγια...


Πατριδολάτρης και οικουμενικός
Αυτός ο πολεμιστής, στην πορεία προς το Δρίσκο μπροστά στη μαγεία της φύσης όπως μαρτυρούν οι συμπολεμιστές σε μια στιγμή κοντοστάθηκε και μονολογεί: «Τι χαρά Θεού. Κι ωστόσο εμείς πάμε να σκοτώσουμε ανθρώπους».
Ο πόλεμος δεν ήτανε χαρά, ήτανε χρέος, για τον Μαβίλη, ήτανε το κόστος για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία.


٭Ο Γ. Ι. Σκλαβούνος είναι πρόεδρος του κέντρου UNESCO του Ιονίου

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Η ΡΙΜΑΔΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΑ του Θοδωρή Γεωργάκη

ΛΑΪΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ  ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ  ΚΑΤΑ  ΤΩΝ  ΑΓΓΛΩΝ  ΤΟ 1819.

 H Eξέγερση των χωρικών της Λευκάδος, με πρωτεργάτες τους Σφακισάνους και κέντρο επιχειρήσεων το μοναστήρι της Επισκοπής στο Σπανοχώρι των Σφακιωτών, εναντίον των Άγγλων, έγινε το 1819. Αφορμή γι’αυτόν τον αιματηρό ξεσηκωμό, αφού στην μάχη που έγινε στην Μπόζα, εκεί που είναι σήμερα το μνημείο, στο μεσοδιάστημα της διαδρομής Λευκάδα-Σφακιώτες, σκοτώθηκαν δεκάδες χωρικοί και  εγγλέζοι στρατιώτες, μάλιστα, στα πηγάδια της περιοχής, χρόνια μετά, βρέθηκαν πολλά οστά των φονευθέντων, αφορμή, λοιπόν, του αιματοβαμένου Ξεσηκωμού ήταν ο ειδικός φόρος, που είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι, στους εξαθλιωμένους χωρικούς, για την διάνοιξη του διαύλου της Λευκάδος.  Οι Άγγλοι, τότε, με τρόπο σκληρό και απάνθρωπο, εκτέλεσαν τους πρωτεργάτες του Ξεσηκωμού, μετά την φονική μάχη, μεταξύ των οποίων και τους τρείς ιερείς Στραβοσκιάδη, Κολυβά  Πάλμο, και αφού τους άλειψαν με πίσσα τους τοποθέτησαν στα ειδικά σιδερένια κλουβιά, που είχαν οι  ανηρτημένα σε κεντρικά σημεία στην Χώρα, σε κοινή θέα, για παραδειγματισμό, κατά την γνώμη τους, των υπολοίπων Λευκαδίων.
       Την επική μάχη των ασύντακτων χωρικών κατά του οργανωμένου αγγλικού στρατού, πέραν των επίσημων αρχειακών πηγών, κατέγραψε με τρόπο ποιητικό, το 1819 ένας απλοϊκός χωρικός. Πρόκειται για  την <<ΡΙΜΑΔΑ ΤΟΥ  ΚΟΛΟΚΑ>>, έτσι πέρασε στην ιστορία, αλλά και στην λαϊκή ποίηση του νησιού. Το ποίημα αυτό, παρά την φιλοαγγλική διάθεση του ριμαδόρου, σε κάποιους στίχους, έχει ιδαίτερη ιστορική αλλά και λογοτεχνική αξία, αν αναλογισθεί κάποιος το απλοϊκότατον του ριμαδόρου, αφού πρόκειται για τον χωρικό  Ιωάννη Κολόκα, απ’ το χωριό  Κατούνα της Λευκάδος. Την εν λόγω ριμάδα διέσωσε ο λόγιος Λευκαδίτης Σχολάρχης, ο Ιωάννης Σταματέλος. Την έστειλε, το 1879, στον Γάλλο φιλόλογο Εμίλ Λεγκράντ, για να την εκδόσει,  πράγμα που δεν συνέβη. Το 1961, όμως, τη δημοσίευσε ο Κ. Γ. Κωνσταντινίδης στο περιοδικό «Ηώς», αφού την βρήκε στον φάκελλο του επίσης Γάλλου Χούμπερτ Περνό, ο οποίος χαρακτηρίζεται σαν πνευματικός κληρονόμος του Λεγκράντ.
Ο Πάνος Ροντογιάννης, μία βασική πηγή, εκ των τεσσάρων, που διασώζουν την Εξέγερση, οι άλλες τρείς είναι τα αρχεία της δίκης που πραγματοποίησαν οι άγγλοι καταδικάζοντας τους πρωταίτιους και αυτές των Κων/νου Μαχαιρά και του Ζακύνθιου Παναγιώτη Χιώτη, ο Π. Ροντογιάννης, λοιπόν, καταγράφει στο έργο του «Ιστορία της νήσου Λευκάδος» (Τόμος Β. Σελίδα 288), την εν λόγω ριμάδα του Ιωάννη Κολόκα:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ,
Όπου οι Λευκαδίταις αντεστάθηκαν εις πόλεμον
Με τον βασιλέα Ουγγλέζον.
Ποίημα ωραιότατον,
Του Ιωάννου  Κολόκα
Συνθεμένον εις την Απλήν, και Ρωμαϊκήν γλώσσαν.
    Εις χωρίον Κατούνα  1819
-------------------------------------------------------
Με την βοήθεια του θεού και με την Παναγία
Θέλω να γράψω σήμερα μιάν νέαν ιστορία
Πρώτα ζητώ συμπάθειο από την αφεντιά σας
Γιατί θα γράψω στόρησι να βρούνε τα παιδιά σας
Ω Θέ μου δός μου φώτησι να γράψω ιστορία
Το θρήνος οπου  γείνηκε εις τ’αθλια χωρία.
Τους οχτακόσιους δεκαννηά στο μήνα το Σεπτέμβρι
Εγείνηκε το ρεμπελιό και πάρτε το χαμπέρι
Εις της Λευκάδας το νησί πούναι η Άγια-Μαύρα.
Πολλή φθορά εγείνηκε σε μίαν εβδομάδα.
Παρακαλώ σας άρχοντες ακούσετε λιγάκι
Οπού εστάθ’ η αφορμή απ’ έναν επιστάτη
Ο Κολονέλος έστειλε δυό άρχοντες με ζόρι
Να πάνε να κονέψουνε σ’αυτό το Σπανοχώρι.
Στην Πισκοπή αρεβάρησαν τους επιστάτας κράζουν
Και ορδινιά διαβάσανε κ’ ευθύς αναστενάζουν
Η ορδινιά ήταν αυτή – να γράψουν με τη βία
Χονδρά λιανά τα ζώα τους να δώσουνε σολδία.
Κη όλοι τους απεκρίθηκαν <<κάλλια εις την Τουρκία
Παρά τ’ Ουγγλέζου του σκυλιού να δώσουμε σολδία>>
κ’εδώσανε την προσταγή σε όλα τα χωρία
να μαζοχτούνε στ’αρματα ως και μικρά παιδία
εις τον Φρηά να συνταχθούν όλοι με τ’άρματά τους
να πάνε να προσφέρουνε τα δικαιώματά τους
κ’επήγανε στην Πισκοπή τους άρχοντες να πιάσουν
και με μαχαίρια και σπαθιά ήθελαν να τους σφάξουν
κ’οι άρχοντες εφώναξαν <<Παπάς τώρα’ναι χρεία
και εις εμάς τους δύστυχους να κάμης βοηθεία>>
κη ολονυχτίς εκλαίγανε δάκρυα σαν τη βρύσι
τον ήλιο καρτερούσανε πότενε να φωτίση
<<Παπ’ Αποστόλη λέγανε απόψε να βοηθήσης
Και μέσα στο σεκρέτο σου θέλομε να μας κρύψης>>
Και ο παπάς τους έλεγε <<κουράγιο Νικολάκι
Σταμάτησε το κλάψιμο μην κάνεις σαν παιδάκι>>
<<Το τι κοράγιο νάχω γω  σε τούτο που συββαίνει
Παρακαλώ σε άσεμε να μπώ μέσ’ το βαγένι>>
Μα ο Θεός εφώτισε νάρτη γλίωρα μέρα
Και του παπά ασπάζονται τη δεξιά του χέρα
Και ο παπάς τους γλύτωσε τους έδειξα τη στράτα
Στον Κολονέλο πήγανε του δίνουν τα μαντάτα
Και λέν- <<Αφέντη βλέπεις μας ψέμματα ΄ναι που ζούμε
κ’εκείνα που επάθαμε να στα δηγηθούμε
οι Λευκαδίταις ήξευρε πολύ ΄ναι θυμωμένοι
κη απάνου μας εχούμηξαν ως λύκοι μανιωμένοι.
Στην Πισκοπή μας κλείσανε κ’ήθελαν να μας πιάσουν
Και με μαχαίρια κοφτερά ήθελαν να μας σφάξουν
Μα ο άγιος πρωτόπαππας εκείνος μας γλυτώνει
Μες στο βαγέν’ εμπήκαμε κη απ’ όξω μας φουντώνει.
Ο Κολονέλος παρευθύς εις το Ρεγέντε πάγει
Κη απ’ τον πολύ του το θυμό μήτε θέλει να φάγη.
Λέγει του-<<Σήκο ‘γλίγωρα να πάμε σταις Σφακιώταις
Να πάμε να ζαπίσωμε τους ‘αγριους χωριάταις>>
Και ο Ρεγέντες τούλεγε <<Θέλεις να σ΄ορμηνέψω
Σύρε κάτσε στο καστρο σου κ’ εγώ ναν τους παιδέψω>>
Κη ο Κολονέλος παρευθύς δε στέκει να ναμένη
Κη απ’ το πολύ γινάτι του πάραυτα όξω βγαίνει
Πάραυτα εξεκίνησε μ’ εξήντα στρατιώταις
Και ορδινία τους έδωσε να κάψουν ταις Σφακιώταις
Οι Σφακισάνοι τώμαθαν κη άφησαν τη δουλειά τους
Κη όλοι ΄βρεθήκαν στ’ άρματα αυτοί και τα παιδιά τους.
Και μητηρίζα πιάνουνε πίσω απ’ τα λιθάρια
Του Κολονέλου είπανε σαν άξα παλλικάρια
<<Στάσου και μην παγαίνης μπρός, μήτε να περβατήσης
Γαιτί στη στράτα σήμερα το αίμα σου θα χύσεις>>
Κη ο Κολονέλος γύρυσε οπίσω με τη βία
Κ’ οι Λευκαδίταις τούλεγαν πως δεν τον έχουν χρεία.
Και παρευθύς εγράψανε σε ‘όλα τα χωρία
Να καταιβούν κ’ οι γέροντες και τα μικρά παιδία
Πάραυτα να κινήσουνε κανένας να μη λείψη
Με τ’ αρματά τους να βρεθούν εις την Μεγάλη Βρύση
Και γνώμη είχανε κακή τη χώρα για να κάψουν
Κη όλους τους πρώτους άρχοντες ήθελαν να τους σφάξουν
Κη οι άρχοντες με τη σπουδή στον Κολονέλο ‘πγαίνουν
Κη απ’ τον φόβο τον πολύ με γλώσσα δεν του κρένουν
Με νόημα του  έλεγαν <<Τώρα να μας βοηθήσης
Στον Αι Μηνά να βάλουνε κανόνια να διορίσης>>
Κη ο Κολονέλος τσούλεγε-<<Τι θέλετε να κάμω
Που για τ’ εσάς εγώ εχθές κόντεψα να παιθάνω
Πάρτε σολδάτους δώδεκα για να σας βοηθήσουν
Και με κανόνια δυνατά για να τους πολεμήσουν.
Βοηθήσετε και σεις καλά για να μη σας νικήσουν
Τ’ άρματα τα βασιλικά να μην τσαλαπατήσουν
Πάρτε σμιντράλια φοβερά καλά να πορευθήτε
Όλους ναν τους σκοτώσετε να μην τους λυπηθείτε>>
Κ’ οι Λευκαδίταις ‘εμαθαν πως έβαλαν κανόνια
Κη ‘αρχισαν κ’ ελαλούσανε σαν που λαλούν τ’ αηδόνια.
Παρασκευή συνάχθηκαν Σαββατο ‘τοιμασθήκαν
Την Κεριακή τ’ απόγιομα μέσα στη χώρα μπήκαν
Και οι Ουγγλέζ’ αρχίσανε να τους κανονοτσάρουν
Κ’ οι Λευκαδίταις έλεγαν να παν να τους τα πάρουν
Και τρείς  βολές εσύφτασαν κ’ εδώκαν μπαταρίαις
Και τα κανόνια πήρανε τα λέγη τους χαλούνε
Τσ’ Ουγγλέζους τους βαρυόμοιρους  πολλοί τους κυνηγούνε.
Τέσσαρους εσκοτώσανε και τσ’ άλλους τους λαβώσαν
Στον Κολονέλο επήγανε και τα χαμπέρια ‘δώσαν
Κ’ οι Λευκαδίταις άρχισαν φρικτά και πολεμούνε
Τους άρχοντες γυρεύανε μα δεν μπορούν να βρούνε
Στα παραθύρια πέφτανε τα βόλια σα χαλάζι
τους άρχονταις τους δύστυχους η ζάλη τους ταράζει.
Αφήνω να λογιάσετε αρχόντισαις μεγάλαις
Άρχισαν να λιγόνονται με τα παιδιά τσ΄αγκάλαις
Γόντολαις και μονόξυλα είν’ όλα φορτωμένα
Τ’ αρχοντικά τα πρόσωπα είν’ όλα μαραμένα.
Και όλα τ’ αρχοντόπουλα είν’ όλα φοβισμένα
Στη λίμνη μέσα πέσανε ως το λαιμό χωμένα.
κ’ οι Λευκαδίταις άρχισαν κακή δουλειά να κάμουν
με σπάρτα και μ’ ασφελαχτούς φωτιά στα σπίτια βάνουν
τότε σαν είδαν τη φωτιά το τι θέλεις να κάμουν
μικροί μεγάλοι άρχοντες έπεσαν ν’ αποθάνουν
αφήνω να συλλογιστή κανείς και να λογιάζει
να βλέπει τέτοια πράμματα να μην αναστενάζη!
Οι άρχονταις να βλέπουνε φωτιά στ’ αρχοντικά τους
Αρχόντισσαις τοιμόγενναις να χάνουν τα παιδιά τους.
Μα ο πανάγαθος Θεός μεγάλο θάμα κάνει
 Και η φωτιά οπώβαλαν σε όλα δεν πιάνει
Παρ’ ένα σπίτι μοναχό του Σταύρου Αποστολάκη
Εκάγει από τα θέμελα δεν έμμεινε τριμμάκι.
ο Κολονέλος έστειλε γράμματα στο Σενάτο
ρεφόρτσα να του στείλουνε το βράδυ το Σαββάτο.
και δυό φρυγάδες έστειλαν κ’ ερχόντανε αγάλι
την Κεριακή το δειλινό  ήρταν με μαιστράλι
στο κάστρο αρεβάρησαν οπούναι ο λιμένας
χωριάτης δεν απόμεινε στη χώρα μήτε ένας
στη Ράχη αρεβάρησαν κ’ εμαζοχτήκαν όλοι
και παρευθύς εφώναξαν <<Τρέχα παπ’ Αποστόλη
στον Κολονέλο γλίωρα να πας να τον προφτάσεις
αγάπη του γυρεύομε και να μας κάμεις φτειάσι
τίποτε μην πλερόνομε πάρεξ μια δεκατία
που είχαμε στο παλαιό πούταν η Βενετία>>
εφτειάσανε κ’ εβάλανε μιάν άσπρη παντιέρα
και πανηγύρι τούχανε εκείνη την ημέρα
δεν ήξευραν οι δύστυχοι πως θα να καταντήσουν
μα το κουβέρνο έλεγαν πως θα να το ζαπίσουν.
Την παντιέρα πήρανε και παν έξι νομάτοι
Στον Κολονέλο γύρισαν να κάμουνε τη φτειάσι
Κη ο Κολονέλος τσούλεγε <<Αν είστε παλλικάρια
Δυό ώρες καρτερήτε με να κάμωμε  μπατάλια>>
Δεν ήξεραν οι δύστυχοι να παν να προσκυνήσουν
πάλη εβάλανε βουλή να τονε πολεμήσουν
κη αρχίνισαν να πολεμούν από τα μητηρίζα
τα βόλια τα χωριάτικα τσ Ουγγλέζους εθερίζαν
μα τούτοι είχαν ορδινιά ομπρός να περβατήσουν
μεκάρι ‘ολοι να χαθούν πίσω να μη γυρίσουν.
σαν τα μπυρμπύγκια στο δεντρό οπόταν τα χτυπούνε
έτσ’ οι Ουγγλέζοι γλίγωρα στα πλάγια περβατούνε
κ’ οι Λευκαδίταις φεύγουνε δεν στέκουν πλειό άλλο
ετότενες το γνώρισαν πως εκαμανάνε σφάλλο
κ’ οι Ουγγλέζοι πάν’ από κοντά και τους εκυνηγούσαν
να πιάσουνε κανένανε ποσώς δέν ημπορούσαν
παρ’ ένα Καρσανόπουλο Γηωργάκη το ελέγαν
αυτό ‘πολέμα δυνατά από το μητηρίζι
στ’ ασκέρι το Ουγγλέζικο πάρα πολλούς θερίζει.
Κρίμα ήταν τέτοιο κορμί   άδικα ν’ αποθάνη
Που ζωντανό δεν δύνονταν κανένας ναν το πιάνη!
ας τον αφήσωμεν αυτόν γιατ’ έπαθεν ολίγα
και για τους άλλους να ειπώ που έφυγαν κ’ επήγαν.
Οι Λευκαδίταις το λοιπόν σαν έκαμαν τη χύσι
Κανένας δεν εκούταγε μήτε να σταματήση
Πέρη επήραν τα βουνά και τα χαμολαγκάδια
στους λόγγους εκρυφτήκανε σαν κ’ ήτανε ζαρκάδια
το πώς επροντηθήκανε από το μητηρίζι
γιατί αυτοί δεν είχανε κανέναν να τσωρίζει.
Και οι Ουγγλέζοι από κοντά μ’ άκοπη μπαταρία
Εις τη Λευκάδα μπήκανε κ’ έπιασαν τα χωρία.
Άνθρωπο δεν ευρήκανεσε σπίτια και παλάτια
πέρη βαγένια με κρασιά εβρήκανε γιομάτα.
Άλλ’ έπιαν άλλα έχυσαν κη ο Κολονέλος κράζει
Απ’ άλλο πράμμα τίποτες κανείς να μην πειράζη
Και ορδινία έδωσε σε όλα τα χωρία
Να κάτσουνε στα σπίτια τους δίχως καμία χρεία.
κ’ οι Λευκαδίταις ήτανε στα σπήλαια κρυμμένοι
να βγούνε δεν εκούταγαν γιατ’ ήταν φοβισμένοι.
Μα ο Κολονέλος έφτασε προκλάμο και τους δίνει
Νάρτουν όλοι στα σπίτια τους κανείς μην απομείνη
Κη άλλη ορδίνια έβγαλε τους επιστάτας κράζει
κη ωσάν καλός πνευματικός πολλά τους εξετάζει.
<<Θέλω να μαρτυρήσετε ποιος ήταν η αιτία
Να τον παιδέψω αυστηρά με δίχως εσπλαχνία>>-
κι ‘ολοι τους απεκρίθηκαν-<<Ηξεύρετ’ αφεντάδες
άλλη δεν ήταν γη αφορμή από τους Χαλικιάδες>>.
κη ο Κολονέλος άρχισε πάραυτα τους μπαντίρει
τα σπίτια τσ απ τα θέμελα όλα τους τα γκρεμίζει.
Κ’ οι επιστάταις άρχισαν και τονε προσκυνούνε
Τον Κολονέλο πάραυτα πολλά τον φχαριστούνε.
<<Αφέντ’ εμείς το ξέρομε το φταίξιμό μας όλοι
Που πήγαμε να κάψωμε μία δεύτερη Πόλι
μα δόξα νάχη ο Θεός την νύχτα και ημέρα
οπού εμείς βρισκόμαστε σε τούτη την μπαντιέρα
πούν’ το κουβέρνο έσπλαχνο κη όλους μας ελυπήθη
που έπρεπε να κρεμαστή ένας ‘πο κάθε σπίτι>>
κη ο Κολονέλος ΄ξέταζε και ηύρε δυό παπάδες
που είχανε το φταίξιμο ωσάν τους Χαλικιάδες.
Κ’ ευθύς τους αποφάσισε κ’ οι δυό να φουρκιστούνε.
Και μήτε να τους χώσουνε πάρη να κρεμαστούνε.
σαν τα σταφύλια κρέμονται τον Τρυγητή στ’ αμπέλια
μέσ’ στα κλουβιά τους έβαλαν σαν κ’ ήτανε γαρδέλια.
καλά να πάθουν το λοιπόν γιατ’ έτσι τους τυχαίνει
διότι εις τον πόλεμο ήταν ξεσπαθωμένοι.
Θαμμάζομαι ο ταπεινός δούλος σας αφεντάδες
Γνώσι να μην ποτάζουνε μήτε και οι παπάδες.
μα τώρα η  αμαρτίαις μου όχι άλλον παρ’ εμένα
να κρέμωνται μές’ στα κλουβιά πρόσωπα γερωμένα.
μα ο Θεός μας ήθελε και έκαμ’ εσπλαχνία
και το Σενάτο έστειλε μιάν άλλην ορδινία.
Που μας ετύχαινε καλό ο Ουγγλέζος να μας δώση
Να κάψη όλα τα χωριά κη ο τόπος να ρημώση.
Μάλιστα δυό μικρά χωριά Καρυώτη και Κατούνα
τους τύχαινε να λάβουνε μία κακή κουντούνα
γιατί αυτοί ετρέξανε στη χώρα σα λιοντάρια
κανόνια δε φοβήθηκαν γιατ’ ήταν παλλικάρια.
και μέγα θάμα γείνηκε  σ’ αυτά τα δυό χωρία
οπού κανείς δεν βλάφτηκε μήτε και στα σκουτία.
που τα σμιντράλια πέφτανε χαλάζι ομπροστά τους
κανέναν δεν εγγύξανε μήτε και στα σκουτιά τους.
μα σόρτε είχανε καλή  και ο Θεός τους θέλει
και το Σενάτο έστειλε φελίτσι το Ζαμπέλι.
και ορδινία έστειλεν αυτός προτού να φτάση
τη φούρκα να χαλάσουνε κη ο θάνατος να πάψη
έτσι με θέλημα Θεού και με της Παναγίας
ελευθερώθη το νησί από τας κρεμασίας.
μ’ άς έχει δόξα ο Θεός κ’ η μήτηρ Παναγία
που έκαμε το έλεος εις τούτα τα χωρία.
σταχάζομαι , αν ο Θεός δεν ήθελε βοηθήσει
η φούρκα και το κρέμασμα δεν είχε σταματήσει.
μα πάλιν θέλω να ειπώ δίκιο ΄χαν οι καυμένοι
γιατ’ ήταν οι περσσότεροι Ουγγλέζοι λαβωμένοι.
τ’ ανάθεμα να έχουνε αυτοί οι Χαλικιάδες
οπού εκάμαν την αρχή και κρέμοντ’ οι παπάδες.
τούτο ποτέ δε γείνηκε κανείς δεν το θυμήθη
κη όποιος δεν εγεννήθηκε εκείνος δεν φοβήθη.
κη όσοι κη αν εγεννήθηκαν όλοι τρομάρα είδαν
και Λευκαδίταις μερικοί εσκόθηκαν κ’ εφύγαν.
Ο Κολονέλος κάθονταν μέσα εις ταις Σφακιώταις
και ύστερα προσκάλεσε όλους τους προεστώταις
στην Πισκοπή εκάθονταν με τη σολδαταρία
και ορδινία έδωσε σε όλα τα χωρία
να μαζοχτούν στην Πισκοπή  να παν’ και τ’ αρματά τους
τότες να ησυχάσουνε αυτοί και τα παιδιά τους
κ’ ευθύς ετρέξαν ‘ολοι τους κ’ εδώσαν τ’ αρματά τους
να γλύσουν απ’ το θάνατο αυτοί και τα παιδιά τους
κι όταν ησυχάσανε και εσυλλογισθήκαν
εγνώρισαν τι έκαμαν και πως κατασταθήκαν.
<<Αγλοίμονο ελέγανε πήγανε τ’ αρματά μας
Και τώρα σκλάβοι γήμαστε εμείς και τα παιδιά μας.
πρέπει τώρα να ήμαστεν έτοιμοι σταις δουλείαις
να κάννωμε ταις προασταγαίς κι όλαις ταις ορδινίαις.
ούτ’ άρχοντας, ούτε κανείς κοτάει να μιλήση
για  να μας  δώσει τ’ άρματα και να μας συμπαθήση.
μ’ ας έχει δόξα ο Θεός που ‘βοήθησ’ ως τώρα
και τα καράβια έστειλε κ’ εγλύτωσε τη χώρα.
αν ήθελε μη φθάσουνε Ουγγλέζοι αρματωμένοι
η Αγιο-Μαύρα ως την αυγή ευρίσκονταν καμμένη.
να πέση βάρος περισσό σε όλο το νησί μας
να χάσωμε και την τιμή και την υπόληψί μας>>
Τούτα που εγραφτήκανε είναι βεβαιωμένα
κη ας έχω και συγχώρεσιν αν έσφαλα κανένα