Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ μια διαφορετική βιογραφία από τον Θοδωρή Γεωργάκη


Γράφει  ο  Θοδωρής  Γεωργάκης
        Στις 19 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται σαραντατέσσερα χρόνια απ’την αυτοπυρπόληση του Κώστα Γεωργάκη, μια πράξη μεγαλείου και αυτοθυσίας, για την δημοκρατία στην χώρα που την γέννησε, γενόμενος ο ίδιος λαμπάδα αφύπνισης συνειδήσεων.  Ήταν 19 Σεπτεμβρίου 1970, χρονικό σημείο που βρισκόνταν στο αποκορύφωμά της η επτάχρονη δικτατορία, (1967-1974), στην χώρα μας. Τα πάντα στέναζαν κάτω απ’την ξενοκίνητη στρατιωτική χούντα στο εσωτερικό. Οι μόνες πηγές αντίστασης οργανώνονταν, κατά κανόνα στην Ευρώπη, από ανθρώπους με βαθύτατο δημοκρατικό φρόνημα, με πίστη στα ιδανικά μιάς ελεύθερης  Ελλάδας. Σαυτούς τους ελευθεροφρονούντες και αγωνιζόμενους Έλληνες του εξωτερικού ανήκε και ο Κώστας  Γεωργάκης, ο οποίος, τον Σεπτέμβριο του 1970, αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία «Ματεότι» της Γένοβας στην Ιταλία, με στόχο να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο για το δράμα του Ελληνικού Λαού. Μια πράξη υπέρτατου ηρωισμού, που προσεγγίζει το Κούγκι του Σαμουήλ, το Αρκάδι της Κρήτης και όλους εκείνους τους αδάμαστους πατριώτες, που δονούνται απ’το Βαλαωρίτειο:… <<Nοιώθω για σε πατρίδα μου στα σπλάχνα χαλασμό>>.
       Και ο Κώστας Γεωργάκης ήταν γνήσιος πατριώτης, ήταν γνήσιο πνευματικό τέκνο του Μεγάλου Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Και πως θα γινόταν διαφορετικά αφού κουβαλούσε μέσα του εκείνο το ανυπότακτο φρόνημα του Σφακισάνου, που τόσο μεγαλειωδώς εξύμνησε στον <<ΦΩΤΕΙΝΟ>> ο Βαλαωρίτης, αφού, ναι μέν γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα, όμως η καταγωγή και του παππού του Αναγνώστη Γεωργάκη  και του πατέρα του Σπύρου Γεωργάκη είναι απ’το ταπεινό Πιινακοχώρι των Σφακιωτών.   Την ιστορική διαδρομή αυτής της οιικογένειας <<Του μπάρμπα-Αναγνώστη>>, όπως τον ενθυμούνται ακόμη και σήμερα οι πρεσβύτεροι του Πινακοχωρίου, αλλά και την αυτοθυσιαστική πράξη του Κώστα, την περιγράφει γλαφυρότατα ο Φίλιππος Λάζαρης, ο Μπάρμπα-Φλίππος ο Γραμματέας, όπως τον ενθυμούνται σε Λαζαράτα και Πινακοχώρι, ο …μικρός αυτός Παπαδιαμάντης των Σφακιωτών, όπως παρουσιάζεται στα Λευκαδίτικα γράμματα, με το βιβλίο του <<Μια φορά και έναν καιρό…>>, που κυκλοφόρησε το 2010, μετά το θάνατό του. Έχει βιωματική αντίληψη της θυσίας του Κώστα, αφού είχε προσωπικές σχέσεις και επαφές με την οικογένειά του στην Κέρκυρα.   Ο Μπάρμπα-Φλίππος τιτλοφορεί το πόνημά του με τον εκφραστικό τίτλο:
 ΜΙΑ ΦΛΟΓΑ. Ο ΗΡΩΑΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ  ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ  ΠΟΥ  ΑΥΤΟΠΥΡΠΟΛΗΘΗΚΕ  ΣΤΗΝ  ΙΤΑΛΙΑ.   
«… Πάνε πια δεκαπέντε περίπου χρόνια,(Σημείωση. Ο Φίλιππος Λάζαρης γράφει το 1980), από τότε που ο Αναγνώστης Γεωργάκης ή Κύρκος έφερε στο χωριό του, το Πινακοχώρι Σφακιωτών, από την Κέρκυρα τη μεγάλη καμπάνα του Αϊ-Γιωργιού, αγορασμένη από έρανο στον οποίο πρωτοστάτησε ο ίδιος κι επιστάτησε στην τοποθέτησή της. Αυτός, ο Αναγνώστης Γεωργάκης, στο Πινακοχώρι γεννημένος και μεγαλωμένος και παντρεμένος (με την αδελφή του Ευγένιου Φρεμεντίτη), έμεινε και πέθανε ένας λεβέντης χωριάτης, Λευκαδίτης, Σφακισάνος, Πινακοχωρίτης. Και κει στον ήχο της φωνής της καμπάνας του Αϊ-Γιωργιού νιώθουμε πως έδεσε την ίδια την ψυχή του.  Ωστόσο, δεν έζησε πάντα στο Πινακοχώρι ο Αναγνώστης. Γιατί έτσι λεβέντης, ανοιχτόκαρδος, κουβαρδάς, ψηλός, όμορφος – ένας «πλέιμπόι» θα λέγαμε της εποχής του καθώς ήτανε – του’ πεφτε μικρό το Πινακοχώρι για τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τις δυνατότητές του. Ήτανε, βλέπεις, από κείνη τη γενιά των Γεωργάκηδων του Πινακοχωρίου που σήμερα έχει,  δύο καθηγητές Πανεπιστημίου (τον καθηγητή – πρεσβευτή κ. Ιωάννη Αποστ. Γεωργάκη και τον Ι.Α.Γεωργάκη του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης).
Μεγαλέμπορος στη Λευκάδα, όπου γεννηθήκανε και τα παιδιά του (δύο αγόρια και ένα κορίτσι), αργότερα, γύρω στα 1930 , έφυγε για την Κέρκυρα, όπου και ως τα  τελευταία χρόνια διατηρούσε το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος». Και κει, στην Κέρκυρα, πέθανε σε μεγάλη ηλικία πριν δύο χρόνια.  Αυτό το ξενοδοχείο ήτανε το στέκι της λευκαδίτικης παροικίας στην Κέρκυρα. Δεν ήτανε δυνατόν να περάσει Λευκαδίτης από το «νησί των Φαιάκων» χωρίς να καταλήξει στον  «Μέγα Αλέξανδρο», όπως και στο λευκαδίτικο εστιατόριο «Πάνθεον» του συμπατριώτη μας Σταματέλου, ο οποίος πέθανε και αυτός το 1978. Και μια και αναφερόμαστε στα λευκαδίτικα κέντρα της Κέρκυρας, αναφέρομε πως και το περίφημο Λιστών, το πιο αριστοκρατικό κέντρο της Κέρκυρας (στην πλατεία της Σπιανάδας), το κέντρο που απ’ εδώ περάσανε διασημότητες του πνεύματος, της τέχνης και της πολιτικής όλου του κόσμου και που μάλιστα το πέρασμά τους σημειώνεται (νομίζω ακόμα) με την υπογραφή τους στους τοίχους, είναι ιδιοκτησία και εκμετάλλευση των Σφακισάνων Αφών Ζαβιτσάνου. Και εδώ κατά κάποιο τρόπο μεταφέρθηκε το λευκαδίτικο στέκι της Κέρκυρας, σήμερα. Εκεί, λοιπόν, στο παλιό στέκι, τον  «Μέγα Αλέξανδρο», ο Αναγνώστης, πάντα χαρούμενος, πάντα εξυπηρετικός, δεχόταν όλους τους Λευκαδίτες κι εκεί μαζί τους άφηνε να ξεχειλίσει η νοσταλγία του χωριού του, που τον  πλημμύριζε και ζούσε ξανά τις χαρές, τις λύπες, την παλιά ζωή του Πινακοχωρίου. Ρωτούσε να μάθει για όλους και συχνά θυμότανε ακόμα και τον Θοδωρή τον Καλέ, έναν πολύ φτωχό, αγαθό όμως και χαρούμενο γείτονα εξάδελφό του που άργησε να παντρευτεί και, όταν επιτέλους παντρεύτηκε, ο Σπύρος ο Πίκολης, ο λαϊκός ποιητής απ’ τα Λαζαράτα, έγραψε ολόκληρο ποίημα και άρχιζε έτσι: «Το χίλια εννιακόσια δέκα πήρε κι ο Καλές γυναίκα…». Αυτούς τους στίχους έλεγε, μόλις έβλεπε Σφακισάνο ο Αναγνώστης. Θέλω να πω μ’ αυτά πόσο χωριάτης έμεινε, πόσο Λευκαδίτης, πόσο η ψυχή του έμεινε στο Πινακοχώρι και προπάντων εκεί στου «Κολοβού» ή στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, όπως πολύ όμορφα την ονομάσανε τώρα. Συντροφιά του στο ξενοδοχείο είχε το εγγόνι του τον Κώστα, παιδί του γιού του του Σπύρου και της Λευκαδίτισσας Ευφροσύνης, το γένος Κατωπόδη, που έδειχνε μια πραγματική αφοσίωση κι ένα θαυμασμό για το λεβέντη παππού του. Γι’ αυτό και πιστεύω απόλυτα πως αυτό το παιδί ανατράφηκε και έζησε σαν παιδί του Πινακοχωρίου, μεγαλωμένο απ’ τις ιστορίες και την ζωή του παππού του κι όλα αυτά μέσα στη δυνατή φαντασία και στο καυτό λευκαδίτικο αίμα του διαμορφώσανε ένα δυνατό ανώτερο πνευματικό χαρακτήρα. Τον είχε συντροφιά –16χρονο αγόρι- όταν ήρθε και έφερε την καμπάνα τ’ Αϊ-Γιωργιού.
Αυτό το παιδί, ο Κώστας Γεωργάκης (γεννημένος στην Κέρκυρα από Λευκαδίτη πατέρα και μάνα) ήτανε ο φοιτητής που στις 19.9.1970 αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία Ματεότι στη Γένοβα, στα σκαλοπάτια του ανακτόρου των Δόγηδων φωνάζοντας:  «Γκρέτσια λίμπερα – η γη που γέννησε τη Λευτεριά η ίδια θα εξοντώσει την τυραννία». Ο φοιτητής που στα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας θέλησε να γίνει ο ίδιος λαμπάδα να φωτίσει το δρόμο της λευτεριάς. Την ίδια μέρα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία Ανατολής και Δύσης σ’ όλο τον κόσμο μετέδιδαν το γεγονός κι από τότε ως σήμερα έγινε σύμβολο λευτεριάς για κάθε λεύτερο άνθρωπο. Η  Κέρκυρα τίμησε τον Κώστα Γεωργάκη με επίσημα μνημόσυνα και με την ονομασία μιας μεγάλης Λεωφόρου σε «Λεωφόρο Κώστα Γεωργάκη» με απόφαση (ομόφωνη) του Δημοτικού Συμβουλίου της Κέρκυρας. Σημειωτέον ότι από την συνεδρίαση, η οποία όμως δεν ξέρουμε ακόμα αν εγκρίθηκε, απουσίαζε ο δημοτικός σύμβουλος Σπύρος Γεωργάκης, ο πατέρας του. Κι όταν έγινε ανεπίσημα η κηδεία του, ακολούθησαν μόνο οι γονείς του και ο μπάρμπα Μηνάς ο Ράπτης απ’ την Εξάνθεια. Σε πάνδημα μνημόσυνα τιμάται η μνήμη του. Ο κερκυραϊκός αλλά και ο αθηναϊκός Τύπος κάθε Σεπτέμβρη θυμάται το φοιτητή που σαν διαμαρτυρία στη σκλαβιά και την καταπίεση έγινε δάδα να φωτίσει τα σκοτάδια των μαύρων χρόνων. Η αλήθεια είναι πως υπήρξαν και αντιρρήσεις. Υπήρξανε εκείνοι που δεν μπορέσανε ποτέ να νιώσουν το νόημα της πράξης του, το μήνυμα που έφερνε εκείνη η τρομερή ανθρώπινη φλόγα που φώτισε τραγικά την πλατεία Ματεότι, μπροστά στα ανάκτορα των Δόγηδων, την αυγή εκείνου του Σεπτέμβρη. Δεν μπόρεσαν να βάλουνε την πράξη αυτή στα πλαίσια της λογικής συνέπειας και δώσανε ανάλογες εξηγήσεις, ανάλογα με τη στενή τους αντίληψη. Έτσι, υπήρχε, και ίσως υπάρχει, μια αντίθεση, μια άρνηση. Η άρνηση αυτών που με λογικά δεδομένα προσπαθούν να εξηγήσουν τις μεγάλες πράξεις. Ωστόσο, όλα αυτά είναι θέμα πολιτικής (θέμα ανάλογης πολιτικής τοποθέτησης). Αλλά ο Κώστας Γεωργάκης ήτανε ένας ονειροπόλος νέος, όχι αναρχικός. Ένας νέος ιδεολόγος κι ακόμα ένας νέος λογοτέχνης. Στα λίγα χρόνια της ζωής του δεν πρόφθασε να παρουσιάσει, βέβαια, τα λίγα διηγήματά του σε ένα ολοκληρωμένο έργο και έτσι σήμερα τα λιγοστά δημιουργήματά του παραμένουν ανέκδοτα και τα φυλάει σαν κειμήλιο ο πατέρας του με σκοπό κάποτε να τα εκδώσει. Τα φυλάει εκεί, στο σπίτι του, στην οδό Σπ. Σαμάρα 1, που είναι και ένα μικρό μουσείο απ’ τα ενθυμήματα του ήρωα.
Ένα τεκμήριο που έχουμε για τη λογοτεχνική δραστηριότητα του Κώστα είναι το περιοδικό των νέων «Λογοτεχνικοί Ορίζοντες», που εξέδωσε 11 φύλλα κι απ’ όπου (από ότι ξέρουμε) από το ενδέκατο φύλλο που έχουμε, βλέπουμε τη σκέψη του ήρεμη, βλέπουμε τον πνευματικό άνθρωπο με τη σωστή θέση πάνω στα πνευματικά και πολιτιστικά ζητήματα του καιρού του. Το περιοδικό «Λογοτεχνικοί Ορίζοντες» είχε ένα εκλεκτό επιτελείο συνεργατών, το οποίο αποτελούταν από ομάδα νέων λογοτεχνών και στο οποίο υπεύθυνος ήταν ο Κώστας Γεωργάκης. Τα γραφεία του περιοδικού ήτανε δε στο σπίτι του (Σπ. Σαμάρα 1). Δηλαδή, το περιοδικό ήταν μια προσωπική του προσπάθεια, μία προσπάθεια που μας δείχνει πως η κατάρτισή του είχε αναγνωριστεί από τους πνευματικά καλλιεργημένους νέους.
Από τα λίγα αυτά βγαίνει ξεκάθαρα πως ο Κώστας Γεωργάκης ήτανε ένας νέος λογοτέχνης μ’ ελπιδοφόρο ξεπρόβαλμα, ένας πνευματικά νέος άνθρωπος, ένα παιδί με ιδανικά και τη σφραγίδα της δωρεάς για επίδοση στο χώρο της λογοτεχνίας (η πνευματική του κατάρτιση αποδεικνύεται από το ότι μιλούσε 5 γλώσσες!) Όμως, αυτή η κατάρτισή του, αυτή η τοποθέτηση που είχε πάνω στα σύγχρονα προβλήματα, αυτό το άγχος του από την τότε ελληνική πραγματικότητα, κι ακόμα το ζεστό λευκαδίτικο αίμα, που στην ηλικία των 22 χρόνων του έβραζε, αυτή η λευκαδίτικη λεβεντιά, όταν άρχισε κι η ψυχολογική βία, τον οδηγήσανε στην αυτοθυσία, δείχνοντας πως ένας πνευματικός άνθρωπος μπορεί και πρέπει να τα δίνει όλα για όλα, προκειμένου να υπηρετήσει τον άνθρωπο και τα ιδανικά του. Αυτή η ηρωική του πράξη εκτιμήθηκε ανάλογα απ’ τους ελεύθερους ανθρώπους όλου του κόσμου. Κι η Κέρκυρα, η γη που γεννήθηκε το Λευκαδιτόπουλο, ο Κώστας Γεωργάκης, τον τιμάει. Αλλά και ο Δήμος Αθηναίων, αν δεν κάνω λάθος, τιμώντας τον ονόμασε έναν δρόμο με το όνομά του, και, όπως έγραψα  και παραπάνω, οι νέοι μέχρι την Κρήτη (ίσως κι από συναίσθημα – ένεκα και του «Γεωργάκης») στα νεανικά έντυπά τους δημοσιεύουν πρωτοσέλιδα τη φωτογραφία του, κλείνοντας το σημείωμα για την θυσία του, έτσι: «Αξέχαστε Κώστα Γεωργάκη θα σε θυμόμαστε πάντοτε».
Προσπάθησα, όσο μπορούσα περιληπτικά, να πληροφορήσω τους Λευκαδίτες για την καταγωγή, τη θυσία και την ανώτερη πνευματική κατάρτιση ενός ηρωικού παιδιού της Λευκάδας, γεννημένου στην Κέρκυρα, που αν κι έγινε σύμβολο λευτεριάς σ’ όλο τον κόσμο, στην Λευκάδα μας είναι άγνωστος σαν ξένος. Πιθανόν η πολιτική τοποθέτησή του να βοήθησε γι’ αυτή τη λησμοσύνη, αφού, όπως βλέπουμε απ’ τα έντυπα που αναφέραμε, δεν ήτανε πολιτικά τοποθετημένος στα έξαλλα άκρα. Για τον ίδιο λόγο νομίζω πως αυτή η τοποθέτησή του τον ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά, γιατί δείχνει πως δεν ήτανε η πολιτική ιδεολογία ή το πολιτικό πάθος που τον ώθησε να κάμει το νεανικό κορμί του φλόγα αλλά το ιδανικό της ελευθερίας και η δύναμη διαμαρτυρίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλήθεια, θα ‘ τανε πολύ τραγική εκείνη η φλόγα που άναψε η λευκαδίτικη σάρκα, το λευκαδίτικο νεανικό αίμα, εκεί στη Γένοβα, στην πλατεία Ματεότι, μπροστά στα ανάκτορα των Δόγηδων, και τραγικά ρομαντική η σκηνοθεσία, ιδανική, και δικαιώνουν την πράξη ενός επτανησιώτη διανοούμενου ιδεολόγου εκείνη την αυγή του Σεπτέμβρη του 1970.
Και δεν ξέρω… Όμως, κάθε φορά π’ ακούω τη μεγάλη καμπάνα τ’ Αϊ-Γιωργιού στο Πινακοχώρι  να σημαίνει, ο νους μου πάει σ’ εκείνη τη φλόγα…

….Και ψιθυρίζω: «Ήτανε γνήσιος Λευκαδίτης. Ήτανε Επτανησιώτης. Ήτανε ένας ελεύθερος άνθρωπος»!...»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου